ξύλινος

ξύλινος
-η, -ο, (ΑΜ ξύλινος, -ίνη, -ον, Α αττ. τ. σύλινος, -ίνη, -ον) [ξύλον]
1. κατασκευασμένος από ξύλο ή αποτελούμενος από ξύλο (α. «ξύλινες καλύβες» β. «ξύλινα τείχη» — τα πλοία, Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ξύλινο(ν)
τσόκαρο, ξύλινο πέδιλο
νεοελλ.
φρ. «ξύλινος θίασος» — τα ανδρείκελα τού φασουλή
αρχ.
1. βαμβακερός
2. μτφ. αγροίκος, ηλίθιος
3. το ουδ. ως ουσ. πίνακας γραψίματος
4. φρ. «ξύλινος καρπός» — το προϊόν τών δένδρων, όπως είναι οι καρποί, το κρασί, το λάδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξύλινος — of wood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο, ο ξυλένιος: Τα πατώματα είναι ξύλινα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλίνων — ξύλινος of wood fem gen pl ξύλινος of wood masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλινον — ξύλινος of wood masc acc sg ξύλινος of wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίναις — ξύλινος of wood fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίνη — ξύλινος of wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίνην — ξύλινος of wood fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίνης — ξύλινος of wood fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίνοιν — ξύλινος of wood masc/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλίνοις — ξύλινος of wood masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”